- Κυζικηνός
- Κύζικοςmasc nom sgΚυζικηνόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυζικηνός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνός — ή, ό (AM κυζικηνός, ή, όν, Α και κυζικηνικός, ή, όν [Κυζικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κύζικο ή εκείνος που προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυζικηνός, η Κυζικηνή ο κάτοικος τής Κυζίκου ή εκείνος που… … Dictionary of Greek
Κυζικηνός, Αθανάσιος — (Πάνορμος Μικράς Ασίας 1822 – 1894). Μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα και στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας, εργάστηκε ως καθηγητής των ελληνικών και των μαθηματικών στη Γενεύη. Κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα,… … Dictionary of Greek
κυζικηνά — κυζικηνός neut nom/voc/acc pl κυζικηνά̱ , κυζικηνός fem nom/voc/acc dual κυζικηνά̱ , κυζικηνός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνῶν — κυζικηνός fem gen pl κυζικηνός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνόν — κυζικηνός masc acc sg κυζικηνός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνοῖς — κυζικηνός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνοί — κυζικηνός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνοῦ — κυζικηνός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυζικηνούς — κυζικηνός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)